- ζίνια
- (zinnia). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), ιθαγενών του Μεξικού. Από τα περίπου 20 είδη, τα πιο διαδεδομένα είναι η ζ. η κομψή και η ζ. του Μεξικού, γιατί παρουσιάζουν ανθοκομικό και κηποτεχνικό ενδιαφέρον. Με διάφορες διασταυρώσεις έχουν δώσει πολλές ποικιλίες με άνθη διπλά, μεγάλα ή μικρά και πάρα πολλούς χρωματικούς συνδυασμούς. Στους κήπους φυτεύονται κατά ομάδες στα παρτέρια ή σχηματίζουν μπορντούρες. Καλλιεργούνται επίσης και για παραγωγή κομμένων λουλουδιών, γιατί έχουν την ιδιότητα να διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι φυτά ετήσια με βλαστό όρθιο (ύψους 70-90 εκ.) που διακλαδίζεται. Φέρουν φύλλα τραχιά, ωοειδή, άμισχα, σε διάταξη ζευγαρωτή, και άνθη κατά κεφάλια με περιφερειακά ανθίδια γλωσσοειδή, ζωηρών χρωματισμών, και κεντρικά σωληνοειδή, κίτρινα ή σκουροκίτρινα, που εναλλάσσονται με γλωσσίδια μεμβρανώδη. Οι ζ. ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη και σε ηλιόλουστες τοποθεσίες. Σπείρονται την άνοιξη στο σπορείο ή κατευθείαν στο παρτέρι. Ανθίζουν από το καλοκαίρι έως το φθινόπωρο. Άλλα είδη που καλλιεργούνται και στην Ελλάδα ως διακοσμητικά είναι η ζ. η ολιγανθής, με κόκκινα ή κίτρινα άνθη, η ζ. η μεγανθής, με κίτρινες ταξιανθίες, και η ζ. η πολυανθής.
Η ζίνια καλλιεργείται κυρίως για τα άφθονα ποικιλόχρωμα άνθη της.
Dictionary of Greek. 2013.